- ανήνωρ
- ἀνήνωρ, ο (Α) [ανήρ]1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα2. άνανδρος, δειλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνήνωρ — unmanly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήνορα — ἀνήνωρ unmanly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek